θουρίους

θουρίους
θούριος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θουρίους — Θούριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… …   Dictionary of Greek

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • επιβολέας — ο (Α ἐπιβολεύς) νεοελλ. σιδηρουργικό εργαλείο για τη συμπιεστική τύπωση κομματιού σιδήρου αρχ. επίκληση τού Ηρακλή στους Θουρίους …   Dictionary of Greek

  • ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδαμος — ἱππόδαμος, ον (Α) 1. (κυρίως επίθ. ηρώων) ιπποδαμαστής* («ἱππόδαμοι ἥρωες», Πίνδ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ίππόδαμος περίφημος Μιλήσιος αρχιτέκτονας και πατέρας τής πολεοδομίας που η ακμή του συμπίπτει με τα μέσα τού 5ου π.Χ. αιώνα, έζησε και… …   Dictionary of Greek

  • ορθόπαγον — ὀρθόπαγον, τὸ (Α) 1. βραχώδες ύψωμα 2. ως κύριο όν. τo Ὀρθόπαγον ονομασία λόφου στους Θούριους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πάγος «απόκρημνος βράχος»] …   Dictionary of Greek

  • ράγανον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «ῥᾴδιον» …   Dictionary of Greek

  • σαννίς — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Θουρίους) «δρυοσάνδραξ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”